
Η μέτρηση της ηλικίας της κύησης, την οποία ακούτε το μαιευτήρα να υπολογίζει σε εβδομάδες και ημέρες, έχει ως αφετηρία την πρώτη ημέρα της τελευταίας έμμηνου ρύσης. Συχνά αναφερόμαστε στην πρώτη ημέρα της τελευταίας έμμηνου ρύσης με το αρκτικόλεξο Τ.Ε.Ρ. (Τελευταία Έμμηνος Ρύση). Η μέτρηση της ηλικίας της κύησης με τον τρόπο αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, καθότι είναι ένας σχετικά «ακριβής» υπολογισμός, με βάση τον οποίο μπορούμε να καθορίσουμε πότε η έγκυος θα χρειαστεί να υποβληθεί στις διάφορες απαραίτητες εξετάσεις.
Εντούτοις, μπορούμε σχηματικά να «χωρίσουμε» την κύηση σε τρία τρίμηνα. Ανάλογα με το τρίμηνο της κύησης συστήνεται η υποβολή της κυοφορούσας σε διαφορετικές εξετάσεις, προκειμένου να διαπιστωθεί η κατάσταση της υγείας τόσο της ιδίας, όσο και του μωρού.
Σε ποιες εξετάσεις συστήνεται να υποβληθεί η έγκυος κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης;
Το πρώτο τρίμηνο εκτείνεται από την πρώτη ημέρα της τελευταίας έμμηνου ρύσης σας μέχρι και τη συμπλήρωση 13 εβδομάδων κύησης. Κατά το τρίμηνο αυτό οι εξετάσεις, στις οποίες θα χρειαστεί να υποβληθεί η έγκυος είναι:
η μέτρηση των επιπέδων της β-χοριακής γονιδοτροπίνης – πρόκειται για την «ορμόνη της κύησης» και η άνοδος των επιπέδων της στο αίμα της εγκύου αποτελεί και την πρώτη ένδειξη έναρξη της κύησης. Ενίοτε αρκεί και ένα test κύησης από ένα φαρμακείο, το οποίο πρακτικά ανιχνεύει την παρουσία της συγκεκριμένης ορμόνης στα ούρα της εγκύου.
ο υπερηχογραφικός έλεγχος, δια του οποίου ανιχνεύεται η παρουσία καρδιακής λειτουργίας
Σε αιματολογικές εξετάσεις η έγκυος υποβάλλεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα καθ’ όλη τη διάρκεια τη κύησης. Εντούτοις, στο πρώτο τρίμηνο – συνήθως αμέσως μετά από την ανίχνευση της καρδιακής λειτουργίας – θα της ζητηθεί να υποβληθείτε σε έναν πιο «εκτενή» αιματολογικό έλεγχο, δια του οποίου εξετάζουμε:
Τον αιματοκρίτη
Τη λειτουργία των νεφρών και του ήπατος
Το σάκχαρο νηστείας
Την πιθανότητα να έχετε έρθει σε επαφή με ιούς ή μικρόβια, που θα μπορούσαν να βλάψουν το έμβρυο:
CMV (Κυτταρομεγαλοιός)
Τοξόπλασμα
HIV (ο ιός του AIDS)
HCV (ιός της Ηπατίτιδας C)
HBsAg (ιός της Ηπατίτιδας B)
VDRL (αφροδίσια νοσήματα)
Το ενδεχόμενο ύπαρξης προβλημάτων του θυρεοειδούς αδένα
Το ενδεχόμενο να είστε φορέας Μεσογειακής Αναιμίας
Το ενδεχόμενο να είστε φορέας Δρεπανοκυτταρικής Αναιμίας
Ομάδα αίματος και Rhesus
το υπερηχογράφημα της αυχενικής διαφάνειας, δια του οποίου – σε συνδυασμό με συγκεκριμένες αιματολογικές εξετάσεις – εκτιμάται η πιθανότητα το έμβρυο να έχει Σύνδρομο Down, ενώ γίνεται και μια πρώτη αδρή αξιολόγηση της ανατομίας του. Η εξέταση αυτή λαμβάνει χώρα μεταξύ της των 11 και των 14 εβδομάδων κύησης
η λήψη τροφοβλάστης είναι μια διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα μεταξύ των 11 και των 14 εβδομάδων της κύησης, προκειμένου να ληφθεί γενετικό υλικό του εμβρύου από τον πλακούντα. Στη συνέχεια το γενετικό αυτό υλικό υπόκειται σε εξέταση, ώστε να διαπιστωθεί αν το έμβρυο πάσχει από Σύνδρομο Down ή άλλα γενετικά σύνδρομα. Η επέμβαση αυτή δίνει μεν ξεκάθαρη εικόνα, του γενετικού υλικού του εμβρύου, αλλά ενέχει τον κίνδυνο απώλειάς του, ο οποίος ανέρχεται περίπου στο 0,8% με 1%. Για το λόγο αυτό, η λήψη τροφοβλάστης επιφυλάσσεται κυρίως για κυήσεις, στις οποίες το έμβρυο εμφανίζει υψηλές πιθανότητες εμφάνισης Συνδρόμου Down ή άλλων γενετικών προβλημάτων.
η λήψη γενετικού υλικού του εμβρύου, το οποίο ανιχνεύεται στο αίμα της μητέρας – μπορούμε πλέον σε πρώιμα στάδια της κύησης να ανιχνεύσουμε γενετικό υλικού του εμβρύου στο αίμα της μητέρας και δια της εξέτασης αυτού να αξιολογήσουμε την πιθανότητα αυτό να είναι φορέας γενετικών ανωμαλιών και κυρίως Συνδρόμου Down.
Το δεύτερο τρίμηνο εκτείνεται σε αδρές γραμμές από τη συμπλήρωση των 13 εβδομάδων κύησης μέχρι και τη συμπλήρωση των 28 εβδομάδων κύησης.
Ανά τακτά χρονικά διαστήματα η έγκυος υποβάλλεται σε αιματολογικές εξετάσεις προκειμένου να αξιολογηθεί:
η ηπατική λειτουργία
το σάκχαρο αίματος
η νεφρική λειτουργία
διενεργείται έλεγχος λοιμώξεων (κυρίως Τοξόπλασμα και Κυτταρομεγαλοϊό, αν δεν υφίσταται προστασία έναντι των λοιμώξεων αυτών)
διενεργείται έλεγχος αντισωμάτων Rhesus, αν το Rhesus της μητέρας είναι αρνητικό
Μια εργαστηριακή εξέταση, στην οποία αξίζει να σταθεί κανείς είναι η λεγόμενη Καμπύλη Σακχάρου, στην οποία η έγκυος υποβάλλεται κατά κανόνα μεταξύ των 24 και των 18 εβδομάδων κύησης και δια αυτής αξιολογείται η πιθανότητα εκδήλωσης διαβήτη κύησης.
Ανά τακτά χρονικά διαστήματα ζητείται από την κυοφορούσα να υποβληθεί και σε γενική εξέταση ούρων.
Άλλη βασική εξέταση του δευτέρου τριμήνου της κύησης είναι το υπερηχογράφημα β- επιπέδου, δια του οποίου αξιολογείται η πιθανότητα το έμβρυο να είναι φορέας παθολογικών ανατομικών στοιχείων. Στα πλαίσια του υπερηχογραφήματος αυτού είναι δυνατόν να αξιολογηθεί και το μήκος του τραχήλου, το οποίο αποτελεί και έναν χρήσιμο δείκτη αξιολόγησης των πιθανοτήτων εκδήλωσης πρόωρου τοκετού. Αν το μήκος του τραχήλου δεν είναι ικανοποιητικό, λαμβάνονται τα ανάλογα μέτρα, προκειμένου η πιθανότητα πρόωρου τοκετού να μειωθεί κατά το δυνατόν.
Εκτός του β-επιπέδου η έγκυος υποβάλλεται σε τακτικό υπερηχογραφικό έλεγχο, στα πλαίσια του οποίου αξιολογείται κατά κύριο λόγο ο ρυθμός ανάπτυξης του εμβρύου και η ποσότητα αμνιακών υγρών.
Σε επιλεγμένες περιπτώσεις η έγκυος υποβάλλεται και σε υπερηχογραφικό έλεγχο, ο οποίος εστιάζει στην ανατομία της καρδιάς του εμβρύου.
Καλόν είναι κατά το δεύτερο τρίμηνο η έγκυος να υποβληθεί και σε καρδιολογικό έλεγχο, στα πλαίσια του οποίου θα εξετασθεί υπερηχογραφικά η καρδιακή της λειτουργία, ενώ θα γίνει και καρδιογράφημα και θα μετρηθεί η αρτηριακή της πίεση. Ειδικά η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης συστήνεται να λαμβάνει χώρα ανά τακτά χρονικά διαστήματα από τις 20 εβδομάδες κύησης και έπειτα, προκειμένου να διαγνωσθεί έγκαιρα ενδεχόμενη υπερτασική διαταραχή της κύησης.
Αν αυτό κριθεί σκόπιμο, στο δεύτερο τρίμηνο διενεργείται και η αμνιοπαρακέντηση. Κατά την επέμβαση αυτή λαμβάνεται από το εσωτερικό της μήτρας της γυναίκας αμνιακό υγρό, μέσα στο οποίο ανιχνεύεται γενετικό υλικό του εμβρύου. Από την εξέταση του γενετικού αυτού υλικού επιβεβαιώνουμε αν το έμβρυο πάσχει ή όχι από Σύνδρομο Down. Με δεδομένο, πως η εξέταση αυτή αν και μας δίνει ξεκάθαρα αποτελέσματα, ενέχει κίνδυνο απώλειας του εμβρύου περίπου 1%, συστήνεται σε επιλεγμένες κυήσεις, στις οποίες οι πιθανότητες για το σύνδρομο αυτό είναι υψηλές.
Σε ποιες εξετάσεις συστήνεται να υποβληθεί η έγκυος κατά το δεύτερο τρίμηνο της κύησης;
Το τρίτο τρίμηνο εκτείνεται σε αδρές γραμμές από τις 28 έως και τις 40 εβδομάδες κύησης.
Κατά το τρίμηνο αυτό επαναλαμβάνονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα οι εργαστηριακές εξετάσεις αίματος και ούρων, που διενεργούνται και κατά το δεύτερο τρίμηνο της κύησης, ενώ δεν παραλείπεται και η τακτική μέτρηση της αρτηριακής πίεσης της εγκύου. Τακτικός είναι και ο υπερηχογραφικός έλεγχος του μωρού.
Ένα «ιδιαίτερο» υπερηχογράφημα του δευτέρου τριμήνου της κύησης είναι το υπερηχογράφημα Doppler, το οποίο διενεργείται μεταξύ των 32 και των 34 εβδομάδων κύησης, στα πλαίσια του οποίου αξιολογείται πλην της ανάπτυξης του μωρού και της ποσότητας αμνιακού υγρού και η ροή του αίματος σε συγκεκριμένα αγγεία. Δια των ευρημάτων του υπερηχογραφικού αυτού ελέγχου εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με την επάρκεια της αιμάτωσης του μωρού. Εάν η αιμάτωση του μωρού κριθεί ως ανεπαρκής, τότε ενδέχεται να συστηθεί να επισπευσθεί ο τοκετός, προκειμένου αυτό να μην κινδυνεύσει. Στα πλαίσια αυτού του υπερηχογραφικού ελέγχου είναι δυνατόν να μετρηθεί εκ νέου το μήκος του τραχήλου, προκειμένου να αξιολογηθεί και η πιθανότητα πρόωρου τοκετού.
Η κατάσταση του εμβρύου ελέγχεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα από τις 32 εβδομάδες και έπειτα και με το Καρδιοτοκογράφημα (Non Stress Test – NST). Στο καρδιοτοκογράφημα η συχνότητα του καρδιακού παλμού του μωρού, οι κινήσεις του μωρού και οι συσπάσεις της μήτρας καταγράφονται σε μια ταινία χαρτί. Από τις πληροφορίες αυτές ο ιατρός εξάγει χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με την κατάσταση του μωρού και τη δραστηριότητα της μήτρας.
Φυσικά, το πρόγραμμα παρακολούθησης της κύησης είναι δυνατόν να μεταβληθεί από το θεράποντα ιατρό, ο οποίος λαμβάνει υπόψη του το ιστορικό της εγκύου και την εξέλιξη της κύησης.
Πηγή: www.mothersblog.gr
Commentaires